ᾠδικῶν

ᾠδικῶν
ᾠδικός
musical
fem gen pl
ᾠδικός
musical
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ριπίδουρος — (rhipidurus). Γένος ωδικών πουλιών με μικρό μήκος, έως 20 εκ. Η ουρά τους είναι μακριά, σε σχήμα βεντάλιας. Αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ινδία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. * * * ο, Ν ζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών τής Ινδίας, τής… …   Dictionary of Greek

  • σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις …   Dictionary of Greek

  • βέρσο — το 1. στίχος 2. μουσική στροφή των ωδικών πτηνών 3. σκωπτικό ποίημα ή φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. verso «στίχος, ήχος, τρόπος, άποψη»] …   Dictionary of Greek

  • ενίκουρος — ο (πτηνολ.) γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας τών σεισοπυγιδών …   Dictionary of Greek

  • κεχρί — Κοινή ονομασία φυτών του γένους πανικό (Panicum), της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Στην Πελοπόννησο ονομάζεται βουρί και στη Μακεδονία μπερνίτσα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το πανικό το μιλιόμορφο (Panicum miliaceum). Η… …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην …   Dictionary of Greek

  • κτηνοτροφία — Η τέχνη της εκτροφής ζώων, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως τροφή του ανθρώπου. Η κ. εμφανίστηκε στην ανθρώπινη ιστορία σε υποτυπώδη μορφή πριν από τη γεωργική περίοδο και αμέσως μετά το στάδιο του κυνηγιού. Από τα ζώα χρησιμοποιούσαν αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • μυοθηρίδες — οι ζωολ. οικογένεια ωδικών πτηνών με κύριο αντιπρόσωπο το γένος muscicapa …   Dictionary of Greek

  • νταρί — το κοινή ονομασία τού φυτού σόργο και ιδίως τού καρπού του, ο οποίος χρησιμοποιείται ως τροφή οικιακών ωδικών ή άλλων πτηνών, αλλ. λιανοκαλάμποκο, σκούπα, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dari] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιόρνις — η ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής Αφρικής και τής τροπικής Ασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”